- ευδοκιμώ
- (ΑΜ εὐδοκιμῶ, -έω) [ευδόκιμος]1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.)νεοελλ.(για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα»)αρχ.-μσν.είμαι περιζήτητος, αρεστόςαρχ.1. (για κοινά επιχειρήματα) φέρω αποτέλεσμα, επιτυγχάνω («εὐδοκιμεῑ δὲ μᾱλλον τῶν ἐνθυμημάτων τὰ ἐλεγκτικὰ τῶν ἀποδεικτικῶν», Αριστοτ.)2. φρ. α) «εὐδοκιμῶ ἔν τινι» — διακρίνομαι σε κάτι («καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.)β) «εὐδοκιμῶ παρά τινι» — έχω δύναμη κοντά σε κάποιον («εὐδοκίμησε... παρὰ βασιλέϊ», Ηρόδ.)3. (για χρήματα) είμαι γνήσιος4. μέσ. εὐδοκιμοῡμαιεκτιμώ5. παθ. επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.